φουντουκής
Смотреть что такое "φουντουκής" в других словарях:
φουντουκής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού φουντουκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουντούκι + κατάλ. ής (πρβλ. μολυβ ής)] … Dictionary of Greek
φουντουκής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του φουντουκιού: Φουντουκί δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)